- χύτρειος
- χύτρ-ειος, α, ον,A = χυτρεοῦς, χ. πάταγος Id.Lys.329 (lyr.).II
τὰ χυτρεῖα
earthenware, pottery,Choerob.
in An.Ox.2.278.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ χυτρεῖα
earthenware, pottery,Choerob.
in An.Ox.2.278.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χύτρειος — εία, ον, Α [χύτρα] αυτός που προέρχεται από πηλό («πατάγου χυτρείου» θορύβου από πήλινα σκεύη, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
χυτρείου — χύτρειος earthenware masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρείαν — χυτρείᾱν , χύτρειος earthenware fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)